- ὀπτασίας
- ὀπτασίᾱς , ὀπτασίαvisionfem acc plὀπτασίᾱς , ὀπτασίαvisionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
Λούλιο, Ραμόν — (Raymond Lully, Πάλμα Μαγιόρκας 1233; – Μαγιόρκα 1315). Καταλανός ποιητής, φιλόσοφος και θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και διετέλεσε οικονόμος του βασιλιά της Μαγιόρκας (1256). Μετά την ενόραση κάποιας οπτασίας, σε ηλικία τριάντα… … Dictionary of Greek